-
1 жатка
1. (машина) η θεριστική μηχανή· навесная - κρεμαστή -, εξαρτημένη - 2. (комбайна) το θερι-στικό μηχάνημα του θεριζοαλωνιστικού συγκροτήματος (κομπάϊν)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жатка
-
2 косилка
η θεριστική μηχανή, навесная - κρεμαστή -, прицепная - συρόμενη -самоходная - αυτοκινούμενη/αυτοκίνητη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > косилка